- δολίας
- δολίᾱς , δόλιοςcraftyfem acc plδολίᾱς , δόλιοςcraftyfem gen sg (attic doric aeolic)δολίᾱς , δολίαfem acc plδολίᾱς , δολίαfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
εφετείο — Δικαστήριο δευτέρου βαθμού, το oποίο δικάζει την ορθότητα των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Απαρτίζεται από πέντε δικαστές, στους οποίους περιλαμβάνεται ο πρόεδρος και ο γραμματέας. Είναι αρμόδιο για τις αποφάσεις των πρωτοδικείων που… … Dictionary of Greek
λούμπα — I Αφρικανικός λαός, εγκατεστημένος στην περιοχή μεταξύ του μέσου και του άνω ρου του Σανκούρου και της λίμνης Τανγκανίκα (Κονγκό). Οι Λ., γνωστοί και ως Μπαλούμπα, υποδιαιρούνται σε πολυάριθμες φυλές, που μιλούν την ίδια γλώσσα (τσιλούμπα).… … Dictionary of Greek
Αριστοφών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (5ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος και μαθητής του Αγλαοφώντα, αδελφός του Πολύγνωτου. Ένας πίνακάς του παρίστανε τον βασιλιά της Σάμου Αγκαίο τραυματισμένο από κάπρο, ένας άλλος το επεισόδιο της δόλιας… … Dictionary of Greek